Η εκπληκτική «Βουντή» με καθηλωτική ερμηνεία που πρέπει να επαναληφθεί! Είδαμε & σχολιάζουμε
Είναι γεγονός ότι σε ελάχιστες παραστάσεις ταιριάζει η τιμητική προτροπή του τίτλου για επανάληψη… είναι επίσης γεγονός ότι το δελτίο τύπου της παράστασης, ίσως από σεμνότητα – είδος υπό εξαφάνιση στο χώρο- την «αδικεί», χωρίς να αποδίδει την ποιότητα και το καλλιτεχνικό της μέγεθος… είναι τέλος γεγονός ότι όσοι προσήλθαμε στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς Μ. Μερκούρη για την παράσταση «Βουντή» της Αργυρώς Μαργαρίτη και σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη, με προσδοκίες όχι ιδιαίτερα υψηλές, αναχωρήσαμε με αυτό το σπάνιο και πολύτιμο αίσθημα πληρότητας που προσφέρει μια σπουδαία θεατρική πράξη, ευγνωμονώντας τους συντελεστές αλλά και φορείς σαν τα ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, Σερρών, Αγρινίου, ΚΘΒΕ, που συνέπραξαν στην παραγωγή για τούτο το ακριβό δώρο…
Η Βουντή στον σπαρακτικό της μονόλογο, που κάθε τόσο ταράζεται από έναν επίμονο εφιάλτη, αφηγείται την πολυτάραχη ζωή μιας Μικρασιάτισας πριν την καταστροφή, που σε όλη τη διαδρομή της αναμετριέται σκληρά με μια μοίρα απρόσμενη και ανατρεπτική, ξεκινώντας από τη γέννηση και τα ορφανεμένα παιδικά της χρόνια, που οι παππούδες από παραφροσύνη της φόρτωσαν στην πλάτη μια ψεύτικη «καμπούρα» γεμάτη θησαυρούς κι ετούτο το πλαστό «κουσούρι» θα σημαδέψει δια βίου την πορεία της… τον αναγκαστικό «λευκό» γάμο που της στερεί κάθε χαρά, την πρόσληψή της σε αρχοντικό για να δουλέψει στον αργαλειό, την ερωτική της σχέση με τον άρχοντα που θα γεννήσει κρυφά την κόρη του και για να την προστατέψει θα επιδοθεί σε απίθανες δολοπλοκίες κρατώντας βαθιά κρυμμένα μυστικά και μεγαλώνοντας την κόρη της σαν παραμάνα χωρίς να ακούσει ποτέ τη λατρεμένη λέξη, μέχρι που η τραγωδία της καταστροφής και ο διωγμός θα φέρουν στην επιφάνεια αποκαλύψεις και τη μοιραία, τραγική ανατροπή στη ζωή της…
Ένα σπουδαίο κείμενο- αποκάλυψη (+) της Αργυρώς Μαργαρίτη, που εντυπωσιάζει με την ευρηματική, πολυσύνθετη μυθοπλασία του, τη δελεαστική πλοκή, τις απρόβλεπτες ανατροπές κρατώντας δέσμιο τον θεατή, ενώ ταυτόχρονα συγκινεί βαθιά με την αυθεντική δραματικότητα της ηρωίδας, το περίσσιο συναίσθημα, την αλήθεια που αποπνέει για τα ήθη μιας μακρινής εποχής… Εκφρασμένα όλα τούτα με την χαρακτηριστική ντοπιολαλιά της Μικρασίας, σε συνδυασμό με μια ιδιαίτερη ποιητικότητα και λαϊκή θυμοσοφία, προσδίδοντας στον λόγο ξεχωριστή ποιότητα, μακρά από επίπεδη μελοδραματική αφήγηση…
Ένα κείμενο που σε στιγμές παραπέμπει σε αρχαία τραγωδία, όπου τα πάθη του ανθρώπου μεγεθύνονται στον υπερθετικό βαθμό, οι συγκρούσεις με τη Μοίρα δοκιμάζουν ακραία τις αντοχές και τους ηθικούς του κώδικες, τα δομικά στοιχεία της Ύβρης- Νέμεσης- Κάθαρσης είναι παρόντα, με φόντο μια ασύλληπτη καταστροφή και «κορυφαία του Χορού» μια τραγική γυναικεία φιγούρα στα όρια της παραφροσύνης να βιώνει τα αβίωτα με δύναμη και πάθος…
Σχολιάζοντας την σκηνοθεσία του Γιάννη Μαργαρίτη, ομολογούμε ότι αρχικά, βλέποντας μια άδεια σκηνή με μόνο ένα τραπέζι, μια καρέκλα και μια οθόνη με αδιάφορο φόντο στο βάθος, ελαφρώς απογοητευτήκαμε… Διότι ΔΕΝ υποπτευόμασταν τί θα ακολουθούσε, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι όταν α) έχεις στα χέρια ένα τόσο δυνατό κείμενο γεμάτο εικόνες και δράση, β) έχεις στη διάθεσή σου μια καταπληκτική ηθοποιό να τα δραματοποιήσει, γ) διαθέτεις ο ίδιος ευλογημένη έμπνευση, ευαισθησία, καθαρό στόχο… η επιλογή της σκηνικής λιτότητας είναι σοφός μονόδρομος, ώστε τίποτα παραπανίσιο να μην αποσπάσει την προσοχή του θεατή από τα κρίσιμα σημαντικά… Κι εδώ η αφαίρεση ήταν επιβεβλημένη για να αναδειχθούν ο μεστός λόγος με τις καταιγιστικές εξελίξεις, η πυκνή πλοκή με διαρκείς ανατροπές, οι γλαφυρές εικόνες της αφήγησης, το κυρίαρχο συναίσθημα σε όλες τις εκφάνσεις του, καθοδηγώντας με τρόπο αριστοτεχνικό την ηθοποιό σε έναν χειμαρρώδη, καθηλωτικό μονόλογο μιάμισης ώρας…
Όλο το σκηνοθετικό «οικοδόμημα» θεμελιώθηκε στην υποκριτική απόδοση με ελάχιστες σκηνικές παρεμβάσεις, που περιορίστηκαν στη δημιουργία υποβλητικής, σκοτεινής ατμόσφαιρας, με κατάλληλες εναλλαγές φωτισμών, επιβλητικούς ήχους κρουστών σε συνδυασμό με διακριτικά ανατολίτικα ακούσματα, άριστη αξιοποίηση του «πολυμορφικού» ενδύματος με μορφή αέρινων πέπλων να ανεμίζουν και ένα υπέροχο εύρημα που σηματοδοτούσε τον επαναλαμβανόμενο εφιάλτη συμβολικά με ηχητικό «ντοκουμέντο» και ανάλογη κινησιολογία, κρατώντας τον θεατή σε αγωνία για την «αποκωδικοποίηση» στο φινάλε… Επιπλέον μια σκηνοθεσία με σφιχτό ρυθμό, ζωντανή ροή, ευαισθησία απαλλαγμένη από μελό, χωρίς ίχνος περιττού αξιοποιώντας τα πάντα, ακόμα και το τραπέζι – καρέκλα με τρόπο υποδειγματικά συμβολικό, που οδήγησε στην τελική δραματική κορύφωση με ιδανική κλιμάκωση…
Όσον αφορά στην ερμηνεία της Χρυσάνθης Δούζη, δεν είναι υπερβολή να κάνουμε λόγο για ένα ρεσιτάλ υποκριτικής που μας καθήλωσε, σε έναν μονόλογο υψηλών απαιτήσεων, που προορίζεται μόνο για αυθεντικά ταλαντούχα, έμπειρη, εργασιομανή και με αυτό το ιδιαίτερο «κάτι» από τη φλόγα του καλλιτέχνη, διαφορετικά είναι αδύνατο να αποδοθεί ένα δυνατό κείμενο – ποταμός χωρίς να «φτηναίνει»… Εν προκειμένω η ηθοποιός, απογυμνωμένη από οποιοδήποτε σκηνικό βοήθημα, σήκωσε στους ώμους της όλο το βάρος της παράστασης– σαν το απεχθές φορτίο στην πλάτη της- και η ερμηνεία της προσέφερε θεαματικό όγκο, με συνεχείς εναλλαγές συναισθημάτων, παραστατικές εξομολογήσεις, ιδιαίτερη κινησιολογία δουλεμένη στις λεπτομέρειες που συχνά παρέπεμπε σε «διαταραχή», έντονη θεατρικότητα στις δραματοποιήσεις, αλλαγές φωνών «υποδυόμενη» όλα τα πρόσωπα του έργου, εξαιρετική χρήση του ευφάνταστου κοστουμιού της, αποπνέοντας έναν ελκυστικό συνδυασμό τραγικότητας, πάθους, παράνοιας, ερωτισμού, συγκίνησης, δύναμης… και εύγε!
Τα ελάχιστα που θα παρατηρούσαμε (-) ως ψήγματα, είναι εν μέρει η ταχυλογία που σε στιγμές «θόλωνε» την άρθρωση και χάναμε κάποιες λέξεις και επίσης θα εκτιμούσαμε σε μια τόσο φροντισμένη, ποιοτική δουλειά, καλύτερη αξιοποίηση της οθόνης με πιο «ατμοσφαιρικές» προβολές αντί στου σχεδόν σταθερού αδιάφορου φόντου, εφόσον επιλέχθηκε σκηνοθετικά η χρήση της..
Συνοψίζοντας (=) για μια παράσταση εξαιρετική με δυνατό κείμενο, καθηλωτική ερμηνεία, ατμοσφαιρική σκηνοθεσία, που μας θύμισε τί σημαίνει «καλό θέατρο», το μόνο που έχουμε να προσθέσουμε είναι ότι τρεις παραστάσεις δεν αρκούν επουδενί και πρέπει οπωσδήποτε να επαναληφθεί, είναι άδικο να την στερηθούν όσοι δεν πρόλαβαν, καθώς παρόμοιες ευκαιρίες σπανίως έχουμε την τύχη να συναντούμε!