“Ο Γορίλας και η Ορτανσία” – Κριτική

Κριτική στο site θεατρικά προγράμματα από τον Γιώργο Χριστόπουλο 25/1/23

Το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη με τίτλο “Ο Γορίλας και η Ορτανσία” σκηνοθετεί για την κεντρική σκηνή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καλαμάτας ο Τάσος Πυργιέρης. Στην πρώτη του μορφή, ως μονόπρακτο, γράφτηκε το 1952 και παρουσιάστηκε από το θίασο της Έλσας Βεργή το 1959 σε σκηνοθεσία Μήτσου Λυγίζου. Σε μία δεύτερη θεώρηση του κειμένου του ο συγγραφέας το επεξεργάστηκε εκ νέου το 1988, πρόσθεσε υλικό και μας το παρέδωσε στη σημερινή του μορφή το 1989. Ο “Καθηγητής” είναι ένας επιστήμονας που προσπαθεί να τελειοποιήσει μια ανακάλυψή του για το καλό της ανθρωπότητας και για το σκοπό αυτό αγοράζει από έναν ζωολογικό κήπο έναν γορίλα για βοηθό και συνεργάτη του στα πειράματα. Στο σπίτι συμβιώνει με την πλούσια σύζυγό του, τη Μαίρη, η οποία αν και τον υποστηρίζει οικονομικά στη δημιουργική του “τρέλα” δε συμμερίζεται απόλυτα τον ενθουσιασμό και το πάθος του. Μαζί τους είναι και ο Φίλιππος, προγενέστερος βοηθός του Καθηγητή, ο οποίος όμως έχει πέσει πλέον σε δυσμένεια κι έχει υποβιβασθεί στο ρόλο του υπηρέτη στο σπίτι και γενικότερα του ανθρώπου για όλες τις δουλειές. Ο γορίλας άμα τη αφίξει του βαφτίζεται Αδάμ, βάζει ρούχα για να μη σκανδαλίζει με τη γύμνια του, αντιμετωπίζεται σαν ισότιμο μέλος της οικογένειας και αρχίζει να αποκτά κακές, ανθρώπινες συνήθειες (όπως για παράδειγμα τον εθισμό του στο αλκοόλ). Αυτές οι συνήθειες, όπως και η ιδιαίτερη οικειότητα που αρχίζει να αποκτά ο γορίλας με τη σύζυγό του, κάνουν τον καθηγητή να συνειδητοποιήσει ότι οι ισορροπίες στις “εν οίκω” σχέσεις έχουν διαταραχθεί σημαντικά και προσπαθεί να βρει τρόπο να τον ξεφορτωθεί από τη ζωή του. Οι εντάσεις οξύνονται και κλιμακώνονται, αγγίζοντας συχνά τα όρια της παράνοιας.

Ο Τάσος Πυργιέρης σκηνοθετεί την παράσταση κρατώντας ατόφια την κωμική ραχοκοκκαλιά του κειμένου, αλλά και τον αλληγορικό του τόνο, στοιχεία που είναι πολύ στενά συνυφασμένα. Οι χαρακτήρες μοιάζουν ετερόκλητοι, έχουν διαφορετικό παρελθόν, ο καθένας ταλανίζεται από τους δικούς του δαίμονες, αλλά οι συγκυρίες της ζωής τους οδηγούν σε μια συμβίωση με ιδιαιτερότητες. Αφήνουν να εννοηθεί ότι όλοι πιθανότατα θα προτιμούσαν να είναι κάπου αλλού, αλλά με μια κωμική μοιρολατρεία υποτάσσονται στο αναπόφευκτο παρόν τους, έχοντας μια ελπίδα καλύτερου μέλλοντος. Το πρώτο τέταρτο στη ροή του έργου είχε μια αναγνωριστική αμηχανία, καθώς ο θεατής καλείται να γνωρίσει τους ήρωες, να κατανοήσει την ψυχολογία τους και να τους παρακολουθήσει να αλληλεπιδρούν. Στη συνέχεια ο ρυθμός ανεβάζει στροφές και η διαδοχή των καταστάσεων και των γεγονότων γίνεται πιο σφιχτή και συνεχής. Η σκηνοθετική οπτική αφήνει χώρο και περιθώρια για σκηνικούς αυτοσχεδιασμούς και μικρά θεατρικά παιχνίδια, χωρίς όμως να παραλείπει μέσα από από την κωμική υφή του λόγου (που συχνά φλερτάρει με την παρωδία) να θίγει πολιτικές ιδεολογίες, κοινωνικές ανισότητες, στόχους που δεν επιτεύχθηκαν, αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις με τα καθημερινά τους προβλήματα και τις ανασφάλειες που δημιουργούν. Η μουσική και η έντασή της σε κάποιες στιγμές δε συνεργάστηκε αγαστά με το λόγο, αλλά αυτό δεν επηρέασε το συνολικό θετικό πρόσημο της θεατρικής αυτής δουλειάς. Τα τρία διαφορετικά φινάλε που παίζουν οι ηθοποιοί είναι μια απρόσμενη όσο και ευχάριστη έκπληξη στη ροή του έργου και εντείνουν την ευφρόσυνη και την παιχνιδιάρικη αίσθησή του. Η όποια ασάφειά τους είναι σκόπιμη και δρα δημιουργικά για τη φαντασία και τη σκέψη του θεατή.

Ο Λευτέρης Βασιλάκης στο ρόλο του Καθηγητή, δημιουργεί έναν ήρωα λίγο φευγάτο, αφοσιωμένο στην επιστήμη και σχεδόν αποκομμένο από την καθημερινότητα. Λίγο ιδεολόγος, λίγο παραδόπιστος, ανασφαλής, αλλά με διάθεση να προσφέρει, γίνεται έρμαιο των προθέσεών του, μέχρι να προσγειωθεί στην πραγματικότητα. Δεν ξεφεύγει από τα όρια, χρησιμοποιεί εύστοχα τα εκφραστικά του μέσα, δε χάνει το κωμικό του μομέντουμ, αλλά ούτε και τη σύνδεσή του με τον επιστημονικό του στόχο. Η Ρένα Κυπριώτη υποδύεται τη Μαρία, την πλούσια σύντροφο του επιστήμονα, με στοιχεία λίγο μη μου άπτου αριστοκράτισσας, λίγο παραμελημένης συζύγου, αλλά και λίγο θεοσεβούμενης γυναίκας, πλευρές που ερμηνεύει πολύ καλά, στα όρια της παρωδίας, αλλά κρατώντας έξυπνα τις αποστάσεις από την καρικατούρα. Πολύ καλή η σκηνική της χημεία με τον Καθηγητή, παρά τις προφανείς τους αντιθέσεις και το ταξικό χάος που τους χωρίζει. Ο Γιώργος Φλωράτος παίζει τον Φίλιππο, πρώην βοηθό του καθηγητή και νυν υπηρέτη του σπιτιού. Αποτυπώνει εξαιρετικά έναν ήρωα δύσθυμο, ανικανοποίητο, ψυχολογικά καταπιεσμένο, που δείχνει διαρκώς έτοιμος να τα βροντήξει κάτω και να αποχωρήσει διεκδικώντας κάτι καλύτερο από τη ζωή του, αλλά χωρίς ποτέ να το παίρνει απόφαση. Η αντιπάθειά του προς το γορίλα είναι προφανής, αλλά η όλη του σκηνική παρουσία υπηρετεί την αφοσίωσή του στο σπίτι στο οποίο φιλοξενείται, αλλά και στον επιστημονικό στόχο που διακυβεύεται. Ο Δημήτρης Οικονομίδης ως γορίλας, στην πρώτη του θεατρική εμφάνιση, μπορεί να μην έχει λόγια στην παράσταση (μόνο κάποιες κραυγές), αλλά καταφέρνει να είναι πανταχού παρών. Η κίνησή του αψεγάδιαστη και δουλεμένη στη λεπτομέρεια, ενώ είναι σημαντική και η αλλαγή στις εκφράσεις και το βλέμμα του στη ροή του έργου, όσο περισσότερο αποκτά ανθρώπινες συνήθειες και ελαττώματα.

Τα σκηνικά της Ελίνας Δράκου δημιουργούν ένα αντιπροσωπευτικό σαλόνι αστικού σπιτιού, ενώ πίσω από την πόρτα στο βάθος της σκηνής αφήνει να πλανιέται το ασαφές τμήμα των επιστημονικών πειραμάτων, δίνοντας παράλληλα και τον απαραίτητο χώρο για την κίνηση των ηθοποιών (και κυρίως του αεικίνητου γορίλα). Τα κοστούμια της ίδιας ήταν αντιπροσωπευτικά του κάθε χαρακτήρα που έντυσαν με έναν σκόπιμο τόνο υπερβολής και επιτήδευσης που ενισχύει την κωμική αύρα της παράστασης. Τη μουσική επιμέλεια, αλλά και το σχεδιασμό των φωτισμών ανέλαβε ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

 

Συμπερασματικά, στη σκηνή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καλαμάτας, παρακολούθησα ένα από τα λιγότερο γνωστά κείμενα του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στο οποίο τα μηνύματά του περνούν μέσα από το χιούμορ και μια κωμική διαδοχή καταστάσεων που φλερτάρει με την παρωδία. Η σκηνοθετική προσέγγιση δεν αποκλίνει από την οπτική του συγγραφέα, έχοντας μια ευφρόσυνη και παιγνιώδη διάθεση που πέρα από την προφανή διασκέδαση του θεατή, στοχεύει και στο δημιουργικό προβληματισμό του. Οι όποιες μικρές αρρυθμίες δεν επηρεάζουν την τελική αίσθηση από την παράσταση, με το εγχείρημα να υποστηρίζεται σημαντικά και καίρια από την πολύ καλή συνεργασία των ηθοποιών στη σκηνή, η οποία είναι συνδυασμός ατομικού ταλέντου και ομαδικής δουλειάς.