Είδε η ΑΝΝΑ ΚΑΝΑΚΑΡΗ και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Στην σκηνή του Ανοικτού Θεάτρου Συκεών «Μάνος Κατράκης», παρακολουθήσαμε την Κυριακή 27 Αυγούστου, την παράσταση «Ατρείδες: η επιστροφή» από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Καλαμάτας, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη και μετάφραση Κ.Χ. Μύρη. Η παράσταση εντάσσεται στα πλαίσια των θεατρικών εκδηλώσεων «Μερκούρεια» του Δήμου Νεαπόλεως Συκεών, ενός πολιτιστικού θεσμού που εδώ και τριάντα περίπου χρόνια στηρίζει και προβάλει το έργο των δημοτικών περιφερειακών θεάτρων της χώρας.
Το έργο πραγματεύεται τον εμβληματικό μύθο των Ατρειδών και της βαριάς κατάρας που οδηγεί την ξακουστή οικογένεια σε πλήθος συμφορών. Παιδοθυσίες, παιδοφαγίες, αιμομιξίες, βιασμοί, συνομωσίες, φόνοι, πάθος για την εξουσία, όλα στον μέγιστο βαθμό, σε μια αιματοβαμμένη ιστορία που ταξιδεύει αλώβητη στους αιώνες.
Παρακολουθώντας την παράσταση και ξεκινώντας από τα θετικά στοιχεία (+) γίνεται αντιληπτό πως η επιλογή του σκηνοθέτη Γιάννη Μαργαρίτη να συνθέσει δραματουργικά τις τραγωδίες “Ιφιγένεια εν Αυλίδι” του Ευρυπίδη, “Αγαμέμνων” του Αισχύλου και “Ηλέκτρα” του Σοφοκλή, στην προσπάθεια μιας συνολικής και κατά το δυνατόν ολοκληρωμένης απόδοσης του εν λόγω μύθου, τον δικαίωσε απόλυτα . Το αποτέλεσμα υπήρξε μια αξιόλογη, ποιοτική καθολική αναπαράσταση της γνωστής ιστορίας, σύγχρονη και προσιτή στο κοινό.
Η παράσταση ακολουθώντας τα νοήματα των τριών έργων διαχωρίζεται σε τρία μέρη: την «Θυσία» που αναφέρεται στην θυσία την Ιφιγένειας από τον Αγαμέμνονα, την «Επιστροφή» που εστιάζει στην δολοφονία του Αγαμέμνονα όταν επιστρέφει από την Τροία και την «Πτώση» που αφορά στην εκδίκηση και τιμωρία της Κλυταιμνήστρας από τα παιδιά της. Για την ιστορία, αξίζει να αναφέρουμε ότι για πρώτη φορά, ο σκηνοθέτης ασχολήθηκε με τον μύθο των Ατρειδών το 1997, οπότε και ανέβασε με το Θέατρο της Άνοιξης την παράσταση ΑΤΡΕΙΔΕΣ, που είχε πάρει μέρος στο 9ο Διεθνές Φεστιβάλ Πειραματικού Θεάτρου στο Κάιρο και ανάμεσα σε 43 χώρες απέσπασε τα βραβεία Καλύτερης γυναικείας ερμηνείας (Χρυσάνθη Δούζη), καλύτερης μουσικής (Λευτέρης Γρηγορίου), καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερης παράστασης. Τώρα, 25 περίπου χρόνια μετά, επηρεασμένος από τον πόλεμο στην Ουκρανία και όπως ο ίδιος έχει δηλώσει ως «…ένα χρέος, ένα μυστικό φόρο τιμής σε όλους τους αδικοχαμένους σε έναν παράλογο πόλεμο», επανέρχεται με μια νέα προσέγγιση του έργου του.
Διατηρώντας το βασικό υλικό των τριών τραγωδιών, εμπλουτίζει ευφυώς, την παράσταση με αποσπάσματα από την ποιητική συλλογή “Τέταρτη Διάσταση” του Γιάννη Ρίτσου, δίνοντας τηςμια ιδιαίτερη χροιά. Όπως και ο μεγάλος ποιητής μας,ο Μαργαρίτης δίνει έμφαση στην τέταρτη διάσταση, την διάσταση του χρόνου, όχι όμως του βιολογικού, που φθείρει και οδηγεί στο θάνατο, αλλά του ιστορικού χρόνου, που φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τις πράξεις του και τον οδηγεί στην πηγή της ηθικής κατάρρευσής του. Αυτή ακριβώς την διάσταση προβάλει επιτυχώς ο σκηνοθέτης, καθώς μέσα από την αναπαράσταση των γεγονότων, εστιάζει στην ανθρώπινη πλευρά των ηρώων, καταλήγοντας στον απολογισμό που κάνουν στο τέλος της ζωής τους, όπου συνειδητοποιούν την ματαιότητα των θυσιών, του ηρωισμού και του ίδιου του πολέμου. Πρόκειται για μια πραγματικά διαφορετική προσέγγιση του μύθου που, με βασικά εργαλεία τις δυνατές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, χτίζει μια παράσταση με αυθεντική ατμόσφαιρα αρχαίας τραγωδίας, με ρυθμό, ένταση και ενέργεια και επικοινωνεί στο κοινό τα διαχρονικά στοιχεία του μύθου, τις πολιτικές και ψυχολογικές προεκτάσεις του.
Ο λόγος του έργου υπήρξε ιδιαίτερα προσεγμένος και διακρίνεται για την ποικιλότητα του. Η μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη (ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου) προσέγγισε το πρωτότυπο κείμενο με σεβασμό, αναδεικνύοντας το ύφος, την μουσικότητα και την γοητεία του. Πέρα από τα μεταφρασμένα κείμενα χρησιμοποιήθηκαν αυτούσια αποσπάσματα του αρχαίου κειμένου, που προσέδωσαν στοιχεία του μεγαλείου των αρχαίων τραγωδιών. Ο συνδυασμός, τέλος, της μετάφρασης και του αρχαίου κειμένου με την ποίηση του Ρίτσου κατέστησε τον λόγο του κειμένου μοναδικό, καθώς αγγίζοντας διαφορετικά μονοπάτια της ελληνικής γλώσσας, κατόρθωσε να αναδείξει τον πλούτο της ανά τους αιώνες.
Όλοι οι ρόλοι του έργου αποδίδονται από τους τέσσερις ηθοποιούς της παράστασης, που ξεχώρισαν με τις ερμηνείες τους.
Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος ερμήνευσε με σοβαρότητα και έκδηλη εκφραστικότητα τον χαρακτήρα του βασιλιά Αγαμέμνονα, αποδίδοντας άριστα τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του στο πέρασμα του χρόνου ως τον τελικό απολογισμό περί της ματαιότητας των πάντων. Με την χαρακτηριστική στιβαρή φωνή του και με ερμηνεία, ενίοτε, ιδιαίτερα συγκινητική, στάθηκε επιβλητικός στη σκηνή και με υποκριτική δεινότητα απέδωσε την ανθρώπινη πλευρά του μεγάλου βασιλιά που κυνηγημένος από την βαριά κατάρα του γένους του κατέληξε έρμαιο της κακής του μοίρας. Πολύ καλός και στον ρόλο του συντρόφου του Ορέστη.
Ως Κλυταιμνήστρα, η Χρυσάνθη Δούζη, σε μια ερμηνεία επιπέδου, αποδίδει εξαιρετικά την συναισθηματική κατάσταση της βασίλισσας, η οποία λυγίζει μπροστά στον χαμό του παιδιού της. Με έμφαση σε κάθε λέξη που αρθρώνει και προσεγμένη κίνηση, έρχεται σε σύγκρουση με τον σύζυγό της, και τον εκδικείται, δέκα χρόνια μετά, σκοτώνοντάς τον με τον πλέον βάρβαρο τρόπο. Μια υποδειγματική ερμηνεία, άρτια υποκριτικά που παίρνει πάνω της όλο το βάρος της κορύφωσης του δράματος.
Πολύ καλή η ερμηνεία της Ιοκάστης-Αγαύης Παπανικολάου στους ρόλους της Ιφιγένειας, της Ηλέκτρας και της Κασσάνδρας, καθώς ενσάρκωσε τις τρεις ηρωίδες με πάθος και αφοσίωση. Ως Ιφιγένεια εύθραυστη και τρομοκρατημένη αρχικά, μεταμορφώνεται σε ένα δυναμικό πλάσμα, που επιλέγει συνειδητά να θυσιαστεί για την πατρίδα της. Ως Κασσάνδρα επικοινωνεί επιτυχημένα την απόγνωση της φυλακισμένης κόρης που γνωρίζει ότι πλησιάζει ο θάνατος της και ως Ηλέκτρα αποδίδει όλη την αγωνία και την λαχτάρα για εκδίκηση που έχει κυριεύσει την ηρωίδα. Ιδιαίτερα εκφραστική καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης, ξεχωρίζει με την ευγένεια και την ωριμότητα που εκπέμπει.
Ο Γιάννης Χαρκοφτάκης τέλος ως Ορέστης, ενσαρκώνει επί σκηνής με έκδηλη παραστατικότητα, καθαρή άρθρωση και πειστικό λόγο τον διστακτικό αρχικά νέο που κυριευμένος από οργή σκοτώνει την μητέρα του για να εκδικηθεί τον αδικοχαμένο, κατά τον ίδιο, πατέρα του. Πολύ καλός και στους υπόλοιπους ρόλους του αγγελιοφόρου και του πιστού δούλου.
Η πρωτότυπη μουσική επένδυση του έργου από τον Δημήτρη Οικονομάκη προσέδωσε ιδιαίτερο ηχόχρωμα στην παράσταση. Η μουσική, απόλυτα συμβατή με το ύφος της ιστορίας, άλλοτε αγωνιώδης και έντονη και άλλοτε ήρεμη και νοσταλγική συνόδευσε τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των ηρώων (αν και υπήρξαν σημεία όπου άρμοζε η απόλυτη σιωπή) και συνέβαλε στην συναισθηματική έξαρση των θεατών. Αξίζουν να σημειωθούντα πρωτότυπα μελωδικότατα τραγούδια της παράστασης, που, εν απουσία χορού, υποκαθιστούσαν τα χορικά και ερμηνεύτηκαν υπέροχα χάριν στις πολύ καλές φωνητικές επιδόσεις των πρωταγωνιστών.
Το σκηνικό της Αλεξάνδρας Καψάλα, λιτό, επαρκές όμως για τις ανάγκες της παράστασης, αποτελούνταν από μια ξύλινη κατασκευή με την μορφή δέντρου που λειτουργούσε και ως παρατηρητήριο / καταφύγιο και ένα τραπέζι με τέσσερις καρέκλες. Ο συνδυασμός του με τις σκιές που δημιουργούσαν οι φωτισμοί στον μαύρο τοίχο που οριοθετούσε την σκηνή, ήταν αρκετά πετυχημένος, καθώς εντείνονταν οι ψυχικές μεταπτώσεις των πρωταγωνιστών και η αγωνία του κοινού. Αρμόζοντα, στο πνεύμα της παράστασης και τα κοστούμια, δημιουργίες της ιδίας.
Στα αρνητικά (-) στοιχεία θα αναφέραμε το εξής: Πρόθεση του σκηνοθέτη ήταν να δώσει μια σύγχρονη, φιλοσοφική διάσταση στον μύθο, εστιάζοντας στην διάσταση του χρόνου και στον τελικό απολογισμό των ηρώων. Εντούτοις αυτό γίνεται εμφανές μόνο στην εισαγωγή και το τέλος του έργου. Το ενδιάμεσο κομμάτι – η αναπαράσταση του μύθου-, αν και αποτελεί μια τέλεια κλασική απόδοση του δράματος (από αυτές που έλειψαν φέτος στην Επίδαυρο), κυριαρχεί με την ένταση και το πάθος του στην παράσταση και υποβαθμίζει την πολύ ενδιαφέρουσα αυτή προσέγγιση. Ίσως κάποια ενδιάμεσα συνδετικά στοιχεία θα καθιστούσαν πιο σαφή την όλη προσπάθεια.
Συμπερασματικά (=) θα λέγαμε ότι παρακολουθήσαμε μια αξιόλογη, εμπνευσμένη καλλιτεχνικά απόδοση του μύθου των Ατρειδών, μια ατόφια τραγωδία με πολύ δυνατές ερμηνείες, γεμάτη πάθη, ενοχές, αγώνα ανάμεσα στην γυναικεία και αντρική δύναμη, δίψα για εξουσία, εκδίκηση, ακραία συναισθήματα και δυνατές συγκρούσεις, που αναμφίβολα αξίζει να παρακολουθήσει κανείς…